-
1 страхование
η ασφάλισ/ηгосударственное - κρατική/δημόσια -имущественное - ακινήτου για ζημιές απόδιάφορες αιτίες (πυρός, θύελλαςοχημάτωνκ λπ.)морское - η ναυτασφάλεια, ηναυτασφάλισηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > страхование
-
2 достояние
-я ουδ. (κυρλξ. κ. μτφ.) κτήμα, κτήση, ιδιοκτησία, περιουσία, βιός•всенародное достояние κτήμα όλου του λαού•
вот всё моё να αυτή είναι όλη μου η περιουσία•
промотать своё достояние κατασπαταλώ την περιουσία μου•
неимущих κτήμα των φτωχών•
опыт передовиков достояние - всех рабочих η πείρα των πρωτοπόρων είναι κτήμα όλων των εργατών.
-
3 союз
союз Iм1. (единение) ἡ συμμαχία, ἡ ἔνωση:\союз рабочих и крестьян ἡ συμμαχία τών ἐργατών καί ἀγροτών в \союзе σέ συμμαχία, ἐν συμμαχία·2. (государственное объединение) ἡ "Ενωση [-ις]:Союз Советских Социалистических Республик ἡ "Ενωση τών Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών3. (организация) ἕνωση [-ις]:профессиональный \союз ἡ ἐπαγγελματική ἔνωση, τό συνδικάτο· Всесоюзный Ленинский Коммунистический Союз Молодежи ἡ Πανενωσιακή Λενινιστική Κομμουνιστική "Ενωση Νεολαίας.союз IIграм. ὁ σύνδεσμος. -
4 волнение
-я ουδ.1. κύμανση, ταραχή του νερού.2. μτφ. ταραχή, ανησυχία•жизнь, полная тревог и -ий η ζωή είναι γεμάτη από φόβους και ταραχές.
3. μτφ. αναβρασμός•волнение рабочих αναβρασμός των εργατών.
-
5 оплата
-ы θ.πληρωμή, καταβολή χρημάτων•оплата труда рабочих η πληρωμή της δουλειάς των εργατών•
сдельная оплата πληρωμή με το κομμάτι.